Σύνοψη
΄Ενας από τους κεντρικούς στόχους της διαφορικής γεωμετρίας είναι η ανάπτυξη ενός αποτελεσματικού τρόπου
μέτρησης της καμπυλότητας γεωμετρικών αντικειμένων τα οποία δεν είναι επίπεδα (π.χ. επιφάνειες στον χώρο ℝ3).
Για τον σκοπό αυτό θα χρειαστούμε νέα εργαλεία και ένα από αυτά είναι η εισαγωγή μιας θετικά ορισμένης
τετραγωνικής μορφής σε κάθε εφαπτόμενο επίπεδο μιας επιφάνειας. Με τον τρόπο αυτό θα είμαστε σε θέση να
ορίσουμε μήκη καμπυλών στην επιφάνεια, μήκη και γωνίες διανυσμάτων στον εφαπτόμενο χώρο, καθώς και εμβαδά
επάνω στην επιφάνεια. Οι ποσότητες αυτές αποτελούν εσωτερικές (intrinsic) ποσότητες μιας επιφάνειας,
δηλαδή ο υπολογισμός τους προκύπτει από μετρήσεις επάνω στην επιφάνεια και όχι θεωρώντας την
επιφάνεια ως υποσύνολο του ℝ3. Για περισσότερες πληροφορίες προτείνουμε τα βιβλία [1], [2], [3], [4], [5],
[6].
Προαπαιτούμενη γνώση
Αναλυτική Γεωμετρία, Απειροστικός Λογισμός, Γραμμική ΄Αλγεβρα.
Ορισμός 4.1: ΄Εστω M μια κανονική επιφάνεια του ℝ3, p ∈ M και έστω ⟨⋅,⋅⟩p το εσωτερικό γινόμενο στον εφαπτόμενο χώρο TpM το οποίο επαγεται από το κανονικό εσωτερικό γινόμενο ⟨⋅,⋅⟩ του ℝ3. Η πρώτη θεμελιώδης μορφή (first fundmental form) είναι η (θετικά ορισμένη) τετραγωνική μορφή
Θυμίζουμε από τη γραμμική άλγεβρα τα εξής: ΄Εστω V ένας διανυσματικός χώρος. Μια διγραμμική μορφή στον V είναι μια απεικόνιση f : V × V → ℝ τέτοια ώστε f(λ1u1 + λ2u2,u) = λ1f(u1,u) +λ2f(u2,u) και f(u,λ1u1 + λ2u2) = λ1f(u,u1) +λ2f(u,u2), για κάθε λ1,λ2 ∈ ℝ και u1,u2,u ∈ V . Η διγραμμική μορφή f λέγεται συμμετρική, εάν ισχύει f(u,υ) = f(υ,u) για κάθε u,υ ∈ V . Μια συνάρτηση Q : V → ℝ καλείται τετραγωνική μορφή εάν μπορεί να γραφτεί στη μορφή Q(u) = f(u,u), για κάποια συμμετρική διγραμμική μορφή f : V × V → ℝ.
Παρατηρήσεις.
Η πρώτη θεμελιώδης μορφή μάς επιτρέπει να ορίσουμε το μήκος μιας καμπύλης σε μια επιφάνεια.
Ορισμός 4.2: ΄Εστω M μια κανονική επιφάνεια και γ : I → M μια καμπύλη κλάσης C1. Το μήκος της γ ορίζεται ως
Επιπλέον, μπορούμε να ορίσουμε μια συνάρτηση απόστασης d στην M, ώστε το ζεύγος (M,d) να είναι ένας μετρικός χώρος (metric space).
Πρόταση 4.1: ΄Εστω M μια κανονική επιφάνεια και p,q δύο σημεία της M. Θεωρούμε το σύνολο Cpq όλων των καμπυλών γ : [0,1] → M κλάσης C1 με την ιδιότητα γ(0) = p,γ(1) = q. Ορίζουμε τη συνάρτηση
Για κάθε λοιπόν επιφάνεια M έχουμε ορίσει σε κάθε εφαπτόμενο χώρο TpM (p ∈ M) ένα εσωτερικό γινόμενο, το οποίο επάγεται από το συνηθισμένο εσωτερικό γινόμενο του ℝ3. Το εσωτερικό αυτό γινόμενο μεταβάλλεται με την επιλογή του σημείου p (άρα και την επιλογή του εφαπτόμενου χώρου TpM). Προκειμένου να ποσοτικοποιήσουμε αυτή τη μεταβολή, θα χρησιμοποιήσουμε μια τοπική παραμέτρηση της επιφάνειας και θα ορίσουμε κάποιες σημαντικές συναρτήσεις, τα θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης.
΄Εστω M μια κανονική επιφάνεια και X : U ⊂ ℝ2 → M ⊂ ℝ3 μια τοπική παραμέτρηση της M. Τότε σε κάθε σημείο p = X(u,υ) ≡ X(q) ∈ X(U) ο εφαπτόμενος χώρος TpMTX(u,υ)X(U) παράγεται από τα διανύσματα Xu(u,υ),Xυ(u,υ). Θα δούμε στη συνέχεια πώς εκφράζεται η πρώτη θεμελιώδης μορφή σε αυτή τη βάση. ΄Εστω w ∈ TpM. Τότε w = λ1Xu(q) + λ2Xυ(q), άρα
Ορισμός 4.3: Οι πραγματικές (διαφορίσιμες) συναρτήσεις E,F,G : U → ℝ
Παράδειγμα 4.1: ΄Εστω M ⊂ ℝ3 το επίπεδο του ℝ3 που διέρχεται από το σημείο p0 ∈ ℝ3 και είναι παράλληλο με τα γραμμικώς αναξάρτητα διανύσματα , ∈ ℝ3. Μια τοπική παραμέτρηση του M δίνεται ως
Παράδειγμα 4.2: ΄Εστω M ο ορθός κυκλικός κύλινδρος ακτίνας 1 και με διαμήκη άξονα τον άξονα z. Μια τοπική παραμέτρηση του M δίνεται ως
Παρατηρήστε ότι τα θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης είναι τα ίδια με αυτά του επιπέδου, συμβάν όχι τυχαίο. Θα προσπαθήσουμε στη συνέχεια να εντοπίσουμε τον γεωμετρικό λόγο που συμβαίνει αυτό. ΄Ενα επίπεδο κομμάτι χαρτιού μπορεί να τυλιχθεί επάνω σε έναν κύλινδρο με τον προφανή τρόπο χωρίς να τσαλακωθεί. Εάν σχεδιάσουμε μια καμπύλη επάνω στο επίπεδο, τότε μετά το τύλιγμα γίνεται μια καμπύλη του κυλίνδρου. Επειδή δεν υπάρχει τσαλάκωμα, τα μήκη αυτών των δύο καμπυλών θα είναι ίσα. Εφόσον τα μήκη υπολογίζονται ως το ολοκλήρωμα της πρώτης θεμελιώδους μορφής, είναι εύλογο το συμπέρασμα ότι οι πρώτες θεμελιώδεις μορφές αυτών των δύο επιφανειών είναι ίσες. Από την άλλη, είναι αδύνατον να τυλίξουμε ένα επίπεδο φύλλο χαρτιού γύρω από μια σφαίρα χωρίς να το τσαλακώσουμε. Συνεπώς, αναμένουμε το επίπεδο και η σφαίρα να μην έχουν την ίδια πρώτη θεμελιώδη μορφή (όποια και να είναι η επιλογή της παραμέτρησης).
Ο ακόλουθος ορισμός δίνει με μαθηματικό τρόπο το τι σημαίνει να τυλίγουμε μια επιφάνεια επάνω σε μια άλλη χωρίς να την τσαλακώσουμε.
Ορισμός 4.4: ΄Εστω M1 και M2 κανονικές επιφάνειες, μια λεία απεικόνιση f : M1 → M2 καλείται τοπική ισομετρία εάν απεικονίζει καμπύλες της M1 σε καμπύλες ίδιου μήκους στην M2. Εάν υπάρχει τοπική ισομετρία f : M1 → M2, λέμε ότι οι επιφάνειες M1,M2 είναι τοπικά ισομετρικές.
Κάθε τοπική ισομετρία είναι τοπική αμφιδιαφόριση και μια τοπική ισομετρία που είναι αμφιδιαφόριση καλείται ισομετρία. Εύκολα βλέπουμε ότι οποιαδήποτε σύνθεση τοπικών ισομετριών είναι τοπική ισομετρία και η αντίστροφη κάθε τοπικής ισομετρίας είναι τοπική ισομετρία.
Ορισμός 4.5: Μια αμφιδιαφόριση ϕ : M1 → M2 μεταξύ δύο κανονικών επιφανειών του ℝ3 ονομάζεται ισομετρία (isometry) εάν για κάθε p ∈ M1 το διαφορικό dϕp : TpM1 → Tϕ(p)M2 διατηρεί τις πρώτες θεμελιώδεις μορφές των αντίστοιχων επιφανειών, δηλαδή
Με όρους τμημάτων επιφανειών ισχύει το εξής αποτέλεσμα
Πρόταση 4.2: Μια τοπική αμφιδιαφόριση f : M1 → M2 είναι τοπική ισομετρία εάν και μόνο εάν, για κάθε τμήμα επιφάνειας X1(u,υ) της M1, τα τμήματα X1(u,υ) και f ∘ X1(u,υ) των M1 και M2 αντίστοιχα, έχουν την ίδια πρώτη θεμελιώδη μορφή.
Παράδειγμα 4.3: ΄Εστω X : U → ℝ3 η τοπική παραμέτρηση X(u,υ) = (u,υ,) της σφαίρας S2 και p = u,υ,X(u,υ) ∈ S2. Τότε μια βάση του εφαπτόμενου χώρου TpS2 είναι η
Ας χρησιμοποιήσουμε τώρα την εξής τοπική παραμέτρηση της σφαίρας S2. ΄Εστω U = {(θ,ϕ) ∈ ℝ2 : 0 < θ < π,0 < ϕ < 2π} και Y : U → ℝ3 με
Παρατηρήσεις.
Συνεπώς, η πρώτη θεμελιώδης μορφή δίνεται ως
Η παραπάνω έκφραση γράφεται σε σύγχρονη γλώσσα
Συμπέρασμα.
Η πρώτη θεμελιώδης μορφή στο (τμήμα) της επιφάνειας X(U) ⊂ M επάγει μια μετρική στο U ⊂ ℝ2. Κατόπιν
αυτού, όπως θα φανεί αργότερα, η κύρτωση της M επάγει τοπικά μια γεωμετρία στον ℝ2 (ενδεχομένως μη
Ευκλείδεια).
Μέσω των θεμελιωδών μεγεθών μπορούμε να υπολογίσουμε μήκη, γωνίες και εμβαδά πάνω σε επιφάνειες. ΄Εστω X : U → M ένα τμήμα επιφάνειας και γ : I → M μια καμπύλη επί της M, δηλαδή γ(t) = X(u(t),υ(t)) για κάθε t ∈ I. Επειδή η καμπύλη βρίσκεται επάνω στην επιφάνεια, τα εφαπτόμενα διανύσματά της γράφονται ως γραμμικός συνδυασμός των διανύσματων της βάσης του εφαπτόμενου χώρου της επιφάνειας M, {Xu,Xυ}. Ειδικότερα ισχύει
Ορισμός 4.6: ΄Εστω M1 και M2 κανονικές επιφάνειες του ℝ3. Λέγοντες σύμμορφη απεικόνιση f : M1 → M2 εννοούμε μια τοπική αμφιδιαφόριση τέτοια ώστε, εάν γ1 και 1 είναι δύο τεμνόμενες καμπύλες της M1 στο σημείο p ∈ M1 και εάν γ2 και 2 είναι οι εικόνες τους μέσω της f, τότε η γωνία τομής των γ1 και 1 είναι ίση με τη γωνία τομής των γ2 και 2 στο σημείο f(p).
Ο παραπάνω ορισμός μάς λέει ουσιαστικά ότι η απεικόνιση f : M1 → M2 είναι σύμμορφη, εάν διατηρεί της γωνίες. Είναι προφανές ότι κάθε σύνθεση σύμμορφων απεικονίσεων είναι σύμμορφη και ότι η αντίστροφη κάθε σύμμορφης απεικόνισης είναι σύμμορφη απεικόνιση.
Θεώρημα 4.1: Μια τοπική αμφιδιαφόριση f : M1 → M2 είναι σύμμορφη εάν και μόνο εάν υπάρχει συνάρτηση λ : M1 → ℝ τέτοια ώστε
Αναδιατυπώνοντας αυτό το αποτέλεσμα με όρους τμημάτων επιφανειών παίρνουμε το εξής:
Πόρισμα 4.1: Μια αμφιδιαφόριση f : M1 → M2 είναι σύμμορφη, εάν και μόνο εάν, για κάθε τμήμα επιφάνειας X1 της M1, οι πρώτες θεμελιώδεις μορφές του X1 και του f ∘ X1 είναι ανάλογες.
Ειδικότερα, ένα τμήμα επιφάνειας X(u,υ) είναι σύμμορφο με επίπεδη επιφάνεια εάν και μόνο εάν η πρώτη θεμελιώδης μορφή του είναι λ(du2 + dυ2) για κάποια λεία συνάρτηση λ(u,υ).
Παράδειγμα 4.4: Δίνεται η επιφάνεια με παραμέτρηση X(u,υ) = (ucosυ,usinυ,φ(υ)). Να προσδιορισθεί η συνάρτηση φ(υ), ώστε η παραμέτρηση X να είναι σύμμορφη με επίπεδο.
Για να είναι η παραμέτρηση X σύμμορφη, θα πρέπει η πρώτη θεμελιώδης μορφή της επιφάνειας να γράφεται στη μορφή
| (4.2) |
΄Εχουμε Xu(u,υ) = (cosυ,sinυ,0) και Xυ(u,υ) = (-usinυ,ucosυ,φ′(υ)), οπότε
| (4.3) |
Για να παίρνει η σχέση (4.3) τη μορφή (4.2), θα πρέπει να έχουμε προφανώς u2 + φ′2 = 1, ή ακόμη
Ορισμός 4.7: ΄Εστω M μια κανονική επιφάνεια, X : U → X(U) ⊂ M μια τοπική παραμέτρηση και έστω ότι το U είναι ῾῾μετρήσιμο᾿᾿ (measurable) υποσύνολο του ℝ2. Τότε, το εμβαδό (area) του τμήματος επιφάνειας X(U) ορίζεται ως
Παρατηρούμε ότι ∥Xu(q) × Xυ(q)∥2 = ⟨Xu,Xu⟩⟨Xυ(q),Xυ(q)⟩-⟨Xu(q),Xυ(q)⟩2 = E(q)G(q) - F2(q). Επομένως ο τύπος για το εμβαδό, χρησιμοποιώντας τα θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης γράφεται
Αποδεικνύεται ότι το εμβαδό δεν εξαρτάται από την επιλογή της παραμέτρησης του τμήματος X(U) της επιφάνειας M.
Ορισμός 4.8: ΄Εστω M1 και M2 δύο κανονικές επιφάνειες του ℝ3. Μια τοπική αμφιδιαφόριση f : M1 → M2 λέγεται ισεμβαδική, εάν απεικονίζει κάθε χωρίο της M1 σε χωρίο ίσου εμβαδού της M2 (υποθέτουμε ότι κάθε ένα από τα χωρία είναι αρκετά μικρό, ώστε να περιέχεται στην εικόνα κάποιου τμήματος επιφάνειας).
Δίνουμε στη συνέχεια το ανάλογο του Θεωρήματος 4.1
Θεώρημα 4.2: Μια αμφιδιαφόριση f : M1 → M2 είναι ισεμβαδική εάν και μόνο εάν, για κάθε τμήμα επιφάνειας X(u,υ) της M1, οι πρώτες θεμελιώδεις μορφές
Παράδειγμα 4.5: Το εμβαδόν του δακτυλίου T2 με παραμέτρηση X(u,υ) = (R + r cosu)cosυ, (R + r cosu)sinυ, r sinu (u ∈ [0,2π),υ ∈ [0,2π)) ισούται με 4π2rR. Πράγματι, έχουμε
Παράδειγμα 4.6: ΄Εστω M μια επιφάνεια εκ περιστροφής με παραμέτρηση X(u,υ) = f(u)cosυ, f(u)sinυ,g(u). Αποδείξτε ότι οι στροφές περί τον άξονα περιστροφής της M είναι ισομετρίες της M ή ισοδύναμα, ότι διατηρούν τα θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης.
Λύση
Η επιφάνεια M γράφεται από την καμπύλη γ(u) = f(u),0,g(u), όταν αυτή περιστρέφεται περί τον άξονα των z. Αποδεικνύεται ότι για μια τέτοια επιφάνεια ισχύει E = 1,F = 0,G = f(u)2 (άσκηση). ΄Εστω Rθ μια στροφή κατά σταθερή γωνία θ περί τον άξονα των z. Τότε ως προς την κανονική βάση του ℝ3 είναιΠαράδειγμα 4.7: ΄Εστω X : U ⊂ ℝ2 → X(U) ⊂ ℝ3, X(u,υ) = (u,υ,u2 + υ2) μια παραμέτρηση μιας κανονικής επιφάνειας του ℝ3.
Λύση
(1) Για τα θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης έχουμε Xu = (1,0,2u) και Xυ = (0,1,2υ), οπότε
| (4.4) |
όπου
Παράδειγμα 4.8: Δείξτε ότι το εμβαδόν ενός φραγμένου χωρίου U της επιφάνειας z = f(x,y) είναι
Λύση
Θεωρούμε την παραμέτρηση της επιφάνειας z = f(x,y) με X(u,υ) = (u,υ,f(u,υ)). ϒπολογίζουμε τα θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης και έχουμεΠαράδειγμα 4.9: ΄Εστω X : U → ℝ3 παραμέτρηση μιας επιφάνειας με θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης
Λύση
Αν θ η γωνία που σχηματίζουν οι καμπύλες X(u,υ0),X(u0,υ) στο σημείο (u0,υ0), τότε
1. ϒπολογίστε την πρώτη θεμελιώδη μορφή της επιφάνειας M με παραμέτρηση X : ℝ+ × ℝ →M,
2. ϒπολογίστε τα θεμελιώδη ποσά πρώτης τάξης των παρακάτω επιφανειών:
3. Βρείτε μια ισομετρική παραμέτρηση (ως προς το επίπεδο) X : ℝ2 → M του ορθού κυλίνδρου
5. Αποδείξτε ότι η πρώτη θεμελιώδης μορφή μιας κανονικής επιφάνειας M του ℝ3 παραμένει αναλλοίωτη κάτω απο στερεές κινήσεις
6. ΄Εστω X,Y : ℝ2 → ℝ3 παραμετρήσεις δύο κανονικών επιφανειών που δίνονται ως εξής:
7. ϒπολογίστε το εμβαδό του τμήματος του παραβολοειδούς εκ περιστροφής z = x2 + y2 με z ≤ 1 και να το συγκρίνετε με το εμβαδό του ημισφαιρίου x2 + y2 + z2 = 1,z ≤ 0.
8. ΄Εστω M ⊂ ℝ3 μια κανονική επιφάνεια και X μια παραμέτρηση αυτής για την οποία ισχύει E = 1 και F = 0. Να αποδειχθεί ότι οι υ-παραμετρικές καιμπύλες αποκόπτουν τις u-παραμετρικές καμπύλες σε ίσα τμήματα.
9. ΄Εστω M η επιφάνεια με παραμέτρηση X : ℝ+ × ℝ+ → ℝ3, X(u,υ) = (ucosυ, usinυ,u). Αποδείξτε ότι οι παραμετρικές καμπύλες της X είναι ορθογώνιες σε κάθε σημείο.
10. ΄Εστω γ(s) μια καμπύλη μοναδιαίας ταχύτητας στον ℝ3 με πρώτο κάθετο διάνυσμα N(s) και δεύτερο κάθετο διάνυσμα B(s). Ο σωλήνας ακτίνας α (α > 0) γύρω από τη γ είναι η επιφάνεια που έχει παραμέτρηση
[1] M. Abate and F. Torena, Curves and Surfaces, Springer 2012.
[2] C. Bär, Elementary Differential Geometry, Cambridge Univ. Press 2010.
[3] M. P. do Carmo, Differential Geometry of Curves and Surfaces, Prentice-Hall 1976.
[4] J. Oprea, Differential Geometry and Its Applications, The Mathematical Assocation of America, 2007.
[5] Β. Ι. Παπαντωνίου, Διαφορική Γεωμετρία, Εκδ. Πανεπιστ. Πατρών, Πάτρα, 2013.
[6] A. Pressley, Elementary Differential Geometry, Second Edition, Springer 2010. Μετάφραση: Στοιχειώδης Διαφορική Γεωμετρία, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Κρήτη 2012.